- ανασκαλεύω
- ανασκαλεύω, ανασκάλεψα βλ. πίν. 17
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανασκαλεύω — 1. σκαλίζω πάλι ελαφρά, σκαλίζω με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, σκάβω 2. μτφ. (για φωτιά) υποδαυλίζω 3. (για πράγματα) ανακατώνω ζητώντας κάτι, προσπαθώ να εξιχνιάσω, ερευνώ … Dictionary of Greek
ανασκαλεύω — (και ανασκαλίζω), εψα, εύτηκα, εμένος 1. ανασκάβω κάτι ελαφρά: Μην ανασκαλεύεις πια άλλο, βράδιασε. 2. συδαυλίζω τη φωτιά: Του άρεσε, τα βράδια του χειμώνα, ν ανασκαλεύει τη φωτιά στο τζάκι. 3. αναμοχλεύω, ανακινώ (παλιά υπόθεση): Μην τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασκαλίζω — ανασκαλεύω … Dictionary of Greek
ἀνασκαλεύσει — ἀνασκαλεύω scrape up aor subj act 3rd sg (epic) ἀνασκαλεύω scrape up fut ind mid 2nd sg ἀνασκαλεύω scrape up fut ind act 3rd sg ἀ̱νασκαλεύσει , ἀνασκαλεύω scrape up futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱νασκαλεύσει , ἀνασκαλεύω scrape up futperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκαλεύουσιν — ἀνασκαλεύω scrape up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνασκαλεύω scrape up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκαλεῦσαι — ἀνασκαλεύω scrape up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκαλεύειν — ἀνασκαλεύω scrape up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκαλεύεται — ἀνασκαλεύω scrape up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκαλεύοιτο — ἀνασκαλεύω scrape up pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκαλεύοντες — ἀνασκαλεύω scrape up pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)